- φαμελιακός
- η , ό семейный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαμελιακός — ή, ό, Ν [φαμελιά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαμελιά … Dictionary of Greek
φαμελιακός — ή, ό αυτός που είναι της φαμελιάς, ο οικογενειακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)